Ρευστότητα είναι η ευκολία με την οποία ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή ένα περιουσιακό στοιχείο μπορεί να πωληθεί και να μετατραπεί σε μετρητά.
Η ρευστότητα επηρεάζεται άμεσα από την προσφορά και τη ζήτηση που υπάρχει για το συγκεκριμένο προϊόν ή περιουσιακό στοιχείο και επίσης έμμεσα από άλλους παράγοντες όπως οι πιθανές διαταραχές στην αγορά.
Ρευστότητα είναι, με άλλα λόγια, η ικανότητα ταχείας μεταπώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου του Ενεργητικού χωρίς να υπάρξει μεγάλη μεταβολή στην τιμή του και με ελάχιστη απώλεια της αξίας του. Το χρήμα αποτελεί το πιο ρευστό στοιχείο του Eνεργητικού γιατί μπορεί να χρησιμοποιείται άμεσα για όλες τις συναλλαγές μιας επιχείρησης.
Στη Λογιστική, ρευστότητα είναι η ικανότητα του κυκλοφορούντος Ενεργητικού να καλύψει τις τρέχουσες Υποχρεώσεις όταν αυτές γίνονται απαιτητές. Ο βαθμός ρευστότητας ενός στοιχείου του Ενεργητικού είναι το χρονικό διάστημα που αναμένεται να παρέλθει μέχρις ότου οι Απαιτήσεις μετατραπούν σε μετρητά.
Μία εταιρία που διαθέτει υψηλή ρευστότητα, έχει μικρότερο κίνδυνο ρευστότητας, κίνδυνο δηλαδή να βρεθεί σε δυσκολία εκπλήρωσης των χρεών της, από μία εταιρία που δεν έχει αυτή τη δυνατότητα.
Επιπλέον μια τέτοια εταιρία έχει γενικά περισσότερη οικονομική ευελιξία για να αναλάβει νέες επενδυτικές ευκαιρίες.
Μια συχνή φράση που χρησιμοποιείται είναι ότι “σταμάτησαν να δανείζουν οι τράπεζες δημιουργώντας προβλήματα ρευστότητας στις μικρότερες επιχειρήσεις” .
Διαχείριση της Ρευστότητας (liquidity management)
Η σωστή διαχείριση της ρευστότητας μπορεί να αποτελέσει ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για μια τράπεζα ή ένα χρηματοπιστωτικό οργανισμό στην κεφαλαιαγορά.
Ένας αποτελεσματικός χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει την οικονομική δυνατότητα να αυξήσει τα μετρητά στο ποσό που είναι αναγκαίο για να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες πληρωμές και να καλύψει τις άμεσες υποχρεώσεις του, σε λογικό κόστος.
Ανάμεσα στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που δέχονται καταθέσεις, οι δύο πιο συνήθεις ανάγκες για μετρητά παρουσιάζονται όταν:
- οι καταθέτες αποσύρουν τα κεφάλαιά τους και
- τα αιτήματα για δάνεια αυξάνονται.
Τότε, η ανάγκη αυτή για ρευστότητα ικανοποιείται είτε με την πώληση στοιχείων του Ενεργητικού (αποθηκευμένη ρευστότητα), είτε με το δανεισμό στη χρηματαγορά (αγορασμένη ρευστότητα), είτε με συνδυασμό αυτών των δυο.
Μέθοδοι εκτίμησης Ρευστότητας
Οι άνθρωποι της αγοράς, στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού, έχουν αναπτύξει διάφορες μεθόδους για να υπολογίσουν την απαιτούμενη ρευστότητα του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος:
Η μέθοδος των πηγών και των χρήσεων των κεφαλαίων
Με αυτήν, οι συνολικές πηγές και οι χρήσεις των κεφαλαίων προβάλλονται σε ένα επιθυμητό ορίζοντα προγραμματισμού, και τα ελλείματα και τα πλεονάσματα ρευστότητας υπολογίζονται από την διαφορά μεταξύ των πηγών και των χρήσεων κεφαλαίων.
Η μέθοδος της διάρθρωσης των κεφαλαίων
Η μέθοδος αυτή απαιτεί από κάθε χρηματοοικονομική εταιρεία να ταξινομήσει τις χρήσεις και τις πηγές κεφαλαίων της σύμφωνα με την πιθανότητα της αύξησης ή μείωσης τους.
Αυτή η πιθανότητα οφείλεται ιδιαίτερα στις αλλαγές των επιτοκίων της αγοράς (επιτόκιο αναφοράς). Ο προσδιορισμός των πιθανοτήτων αύξησης και μείωσης θα δώσει μία ποσοτική εκτίμηση των μελλοντικών αναγκών ρευστότητας .
Η προσέγγιση εκτίμησης της ρευστότητας
Αυτή εστιάζει στους χρηματοοικονομικούς δείκτες ρευστότητας, οι οποίοι βοηθούν στον υπολογισμό της θέσης της ρευστότητας των τραπεζών ή άλλων χρηματοοικονομικών εταιριών και στις δύο πλευρές του Ισολογισμού τους. Ο αρμόδιος για την ρευστότητα ψάχνει για στοιχεία που πρόκειται να επηρεάσουν δυσμενώς τη ρευστότητα του ιδρύματος (δείκτης μεταβλητότητας/φόβου).
Σήμερα οι τράπεζες και οι ανταγωνιστές τους μπορούν να βασιστούν σε πολλές πηγές ρευστοποιήσιμων στοιχείων του Ενεργητικού καθώς και στη διαθέσιμη δανειακή ρευστότητα.
Οι βασικές πηγές ρευστότητας από την πλευρά του Ενεργητικού περιλαμβάνουν κεφάλαια που διακρατούνται από τους οργανισμούς που δέχονται καταθέσεις και πωλήσεις κυβερνητικών και άλλων ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμων εργαλείων της χρηματαγοράς (κρατικά ή εμπορικά ομόλογα κι άλλα ρευστοποιήσιμα χρεόγραφα), η έκδοση πιστοποιητικών καταθέσεων και ο δανεισμός καταθέσεων ευρωνομισμάτων.
Σημαντικός για τη διαχείριση ρευστότητας είναι ο υπεύθυνος για τα υποχρεωτικά διαθέσιμα μιας τράπεζας. Αυτά τα υποχρεωτικά διαθέσιμα περιλαμβάνουν τα μετρητά που διακρατούνται στα θησαυροφυλάκια των οργανισμών που δέχονται καταθέσεις και ένα λογαριασμό καταθέσεων που τηρείται στην κεντρική τράπεζα.
Αυτά πρέπει να ελέγχονται τακτικά, ώστε να διατηρείται ένα επιθυμητό επίπεδο υποχρεωτικών διαθεσίμων για κάθε περίοδο που χρειάζεται συντήρηση του αποθεματικού. Η αποτυχία διατήρησης επαρκών υποχρεωτικών διαθεσίμων επιφέρει μεγαλύτερη επιτήρηση και επιβολή ποινών από τις ρυθμιστικές αρχές.
Οι υπεύθυνοι ρευστότητας και οι διαχειριστές των χρημάτων επιλέγουν τις πηγές ρευστότητας τους βασιζόμενοι σε διάφορους κρίσιμους παράγοντες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται:
- Η αμεσότητα της ανάγκης για ρευστότητα
- Η διάρκεια της ανάγκης για ρευστότητα
- Η πρόσβαση στην αγορά
- Το σχετικό κόστος και οι κίνδυνοι
- Η προοπτική εξέλιξης των επιτοκίων της αγοράς
- Η προοπτική της νομισματικής πολιτικής και του δανεισμού της κυβέρνησης
- Η ικανότητα αντιστάθμισης
- Οι κυβερνητικοί κανονισμοί